- ξανθινοξειδάση
- και οξειδάση ξανθίνης, η(βιοχ.) φλαβινοένζυμο που απαντά στο συκώτι και στο γάλα και που καταλύει την οξείδωση ορισμένων πουρινών σε ουρικό οξύ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξανθινουρία — η ιατρ. συγγενής διαταραχή τού μεταβολισμού, που χαρακτηρίζεται από αυξημένη συγκέντρωση, στο αίμα και στα ούρα, ξανθίνης, η οποία φυσιολογικά μετατρέπεται από το ένζυμο ξανθινοξειδάση σε ουρικό οξύ … Dictionary of Greek